- αχυρώνα
- samanlık
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αχυρώνας — και αχερώνας, ο (AM ἀχυρών) 1. αποθήκη για άχυρα 2. παροιμ. α) «δυο γαϊδάροι μάλωναν σε ξένο αχυρώνα» (για όσους μαλώνουν σε χώρο που δεν τους ανήκει ή για θέματα που αφορούν σε άλλους) β) «στραβός βελόνα γύρευε στον αχυρώνα» (για όποιον… … Dictionary of Greek
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek
καλαμιώνα — η καλαμιώνας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμιώνας, με αναλογικό μεταπλασμό τού γένους (πρβλ. αχυρώνα, η, στρατώνα, η)] … Dictionary of Greek
στραβός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, στρεβλός: Τα πόδια της είναι στραβά. – Κρέμασε στραβά τον πίνακα. 2. τυφλός: Στραβός βελόνα γύρευε μέσα σε αχυρώνα (παροιμ.). 3. εσφαλμένος, όχι σωστός: Πήρε στραβό δρόμο. – Το είδε στραβά από την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτεροκόπημα — το, ατος 1. το χτύπημα του αέρα με τα φτερά. 2. ο θόρυβος που παράγεται με το φτεροκόπημα: Και οι λυγμοί του αντηχούσαν μέσα στον αχυρώνα, σαν φτεροκόπημα νυχτερίδας (Α. Καρκαβίτσας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)